- δεσποτικός
- -ή, -ό (AM δεσποτικός, -ή, -όν) [δεσπότης]Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο2. απολυταρχικός, τυραννικόςμσν.- νεοελλ.1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές»)2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό (ν)ο αρχιερατικός θρόνος, όπου ανέρχεται ο επίσκοπος όταν χοροστατείνεοελλ.1. το ουδ. εν. ως ουσ. το δεσποτικόη κατοικία τού επισκόπου, η επισκοπή2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεσποτικάεισφορές για τις ανάγκες τής επισκοπήςμσν.1. (για αξιωματούχο) ο εκκλησιαστικός2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) φόροι ή υπηρεσίες που παρέχονται σε δεσπότη, κυβερνήτη περιοχήςαρχ.1. αυτός που έχει τάση προς δεσποτεία, ο τυραννικός2. φρ. «δεσποτική ἀρχή» — η τυραννική, απολυταρχική εξουσία3. το θηλ. ως ουσ. ἡ δεσποτικήη δεσποτεία4. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικόνη δεσποτείαII. επίρρ. δεσποτικά (AM δεσποτικώς)με δεσποτισμό, τυραννικάνεοελλ.σαν δεσπότης, με τρόπο που ταιριάζει σε αρχιερέαμσν.κατά κυριότητα.
Dictionary of Greek. 2013.